τονικώς

τονικώς
Α
βλ. τονικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τονικῶς — τονικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τονικός — ή, ό / τονικός, ή, όν, ΝΜΑ [τόνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τόνο ή στον τονισμό νεοελλ. 1. τονωτικός («τονικά φάρμακα») 2. το θηλ. ως ουσ. η τονική μουσ. ο βασικός φθόγγος από τον οποίο αρχίζει η σειρά τών οκτώ φθόγγων τής μουσικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”